σαπουνόχωμα
Смотреть что такое "σαπουνόχωμα" в других словарях:
σαπουνόχωμα — το, Ν 1. αργιλώδες ορυκτό που μοιάζει, ως προς την αφή, με σαπούνι 2. το πυριτικό μαγνήσιο, που χρησιμοποιείται για τη νόθευση τών σαπουνιών … Dictionary of Greek
σαπωνίτης — ο, Ν ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και αποτελεί μέλος τής σειράς τού μοντμοριλλονίτη, κν. σαπουνόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. ίτης (πρβλ. λιγν ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 … Dictionary of Greek
σμηκτρίδα — η / σμηκτρίς, ίδος, ἡ, ΝΑ (ενν. γη) νεοελλ. άλλη ονομασία τού σμηκτίτη 2. είδος χώματος ή πηλού που χρησίμευε για καθαρισμό ενδυμάτων, σαπουνόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμήχω + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] … Dictionary of Greek